- συγγενεῦσιν
- συγγενεῦσιν s. the following entry.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
συγγενεῦσιν — συγγενεύς masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)